ακτημοσύνη

ακτημοσύνη
η (Α ἀκτημοσύνη) [ἀκτήμων]
έλλειψη κτηματικής περιουσίας, ανέχεια, φτώχεια
μσν.
1. κατάργηση τής ατομικής ιδιοκτησίας, κοινοκτημοσύνη
2. η μη κατοχή κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό τού μοναχικού βίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκτημοσύνη — poverty fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτημοσύνῃ — ἀκτημοσύνη poverty fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακτημοσύνη — η το να μην έχει κανείς περιουσία: Η ακτημοσύνη ήταν μια από τις απαιτήσεις του μοναχικού βίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκτημοσύνηι — ἀκτημοσύνῃ , ἀκτημοσύνη poverty fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτημοσύνην — ἀκτημοσύνη poverty fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτημοσύνης — ἀκτημοσύνη poverty fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτημοσύνας — ἀκτημοσύνᾱς , ἀκτημοσύνη poverty fem acc pl ἀκτημοσύνᾱς , ἀκτημοσύνη poverty fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КРАНТОР —     КРАНТОР (Κράντωρ) из Сол, Сицилия (ок. 340/35 275 до н. э., Афины) греческий философ, представитель Древней Академии, ученик Ксенократа и Кратета, товарищ Полемона, делил кров и стол с Аркесилаем. Диоген Лаэртий сообщает о сочинении Крантора… …   Философская энциклопедия

  • КРАТЕТ ФИВАНСКИЙ —     КРАТЕТ ФИВАНСКИЙ (Κράτης ὁ Θηβαῖος) (ок. 368/365 288/285 до н. э.), представитель старшего поколения киников, ученик Диогена Синопского (D. L. I 15), первый учитель стоика Зенона из Кития, составившего книгу «Воспоминаний о Кратете».… …   Античная философия

  • непритѧжаниѥ — НЕПРИТѦЖАНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Нестяжание, бескорыстие: х(с)вѹ нищетѹ възлюбивъ и смерениѥ. и непритѧжаниѥ. [ПрЮр XIV, 163а – нестѧжаниѥ] ˫ако въ постелi мѣсто мѧкъкы камениѥ имѣти и на тѣхъ ѡпочивати. ПрЛ XIII, 76а; Добро непритѧжа(н)е. и имѣнью… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”